- ἀπώμαστος
- ἀπώμ-αστος, ον, ([etym.] πῶμα)A without a lid, Babr.60.1, Gal.17(2).161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπώμαστον — ἀπώμαστος without a lid masc/fem acc sg ἀπώμαστος without a lid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμάστους — ἀπώμαστος without a lid masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμάστῳ — ἀπώμαστος without a lid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωμάτιστος — η, ο (Α ἀπώμαστος, ον) ο χωρίς πώμα ή καπάκι, ατάπωτος … Dictionary of Greek